- ὑποπτωτικός
- ὑπο-πτωτικός, ή, όν,A servile, submissive, Stoic.3.155.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπτωτικός — ή, όν, Α [ὑπόπτωσις] δουλοπρεπής, ταπεινός. επίρρ... ὑποπτωτικῶς Μ με υποταγή … Dictionary of Greek
ὑποπτωτικόν — ὑποπτωτικός servile masc acc sg ὑποπτωτικός servile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτωτικήν — ὑποπτωτικός servile fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)